"Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η λεμονάδα έχει τεχνιτή γεύση
ενώ το γυαλιστικό επίπλων περιέχει φυσικό λεμόνι."
Alfred E. Newman
Είμαι πιτσικάτο κοντραμπασίστας της τζαζ. Μου αρέσει αυτή η μουσική από την ημέρα που γεννήθηκα. Μάλιστα, όταν με έβαλαν στη θερμοκοιτίδα, στο θάλαμο αντηχούσε η γλυκιά μητρική φωνή της Μπέσσυ Σμιθ καθώς τραγουδούσε "Woke up this morning, with the jinx around my bed, I woke up this morning with the jinx around my bed, I didn't have no daddy to hold my aching head". Στο άκουσμα των θλιβερών παραπονιάρικων στίχων έμπηξα ένα κλάμα που όμοιό του δεν είχαν ξανακούσει οι μαίες, οι οποίες έντρομες (3-4 από αυτές) χώθηκαν στο θάλαμο για να καθησυχάσουν τα υπόλοιπα μωρά, που είχαν βαλθεί να με συνοδέψουν σ' αυτή την άτυπη χορωδία υψίφωνων με πάνες. Το κλάμα μου ήταν τόσο οξύ που ράγισαν δυο θερμοκοιτίδες και κουφάθηκαν οκτώ μωρά. Μια από τις μαίες ήρθε από πάνω μου. "Κακό μωρό, πολύ κακό" είπε κουνόντας το δάχτυλό της επικριτικά. Δεν ήξερα ακόμα πως να της απαντήσω. Έβαλα τον αντίχειρά μου στο στόμα μου και το βούλωσα.
Στην αρχή ήθελα να μάθω κιθάρα, αλλά το χοντρά μου δάχτυλα δεν μου επέτρεπαν να χαϊδεύω τις λεπτές χορδές της. Η κιθάρα στα χέρια μου έμοιαζε με νυστέρι στα χέρια νευροχειρούργο με πάρκινσον. Στράφηκα αμέσως στο σκληρό χοντρόλαιμο κοντραμπάσο με τις παχιές χορδές. Δεν είναι διόλου εύκολο το παίξιμό του. Έχει υπερβολικά μακριές χορδές και οι αποστάσεις ανάμεσα στους φθόγγους είναι τεράστιες. Όμως τα χοντρά μακριά και δυνατά μου δάχτυλα ζευγάρωσαν άνετα με αυτό το όργανο. Κάθε φορά που το αγγίζω αναστενάζει σαν ξαναμμένη πόρνη. Πότε αργά και ρυθμικά, πότε γρήγορα και δαιμονισμένα, οι μελωδίες του γεμίζουν τα κλειστά καπνισμένα μπαρ σαν πολλαπλοί οργασμοί. Μπορώ να πω ότι είμαι ο καλύτερος κοντραμπασίστας στον κόσμο. Αν ακούγεται αλαζονική και εστετιτική η δήλωση αυτή στ' αυτιά σας, θα σας πω μόνο τούτο: Το 1903 ο Ray "Sweet-hands" Blanton (εγώ είμαι αυτός) είχε κατέβει στο Mardi Gras της Νέας Ορλεάνης με τους Mistik Krewe of Comus. Εκείνη τη χρονιά ήμουν δεν ήμουν 21 χρονών. Δεν θυμάμαι. Μπορεί και να ‘χα πει ψέμματα για να πίνω αλκοόλ. Τότε ήταν που είχα ερωτευτεί την Μπέσσυ: είχε μακρύ λεπτό εβένινο λαιμό που κατέληγε στο πιο καλοσχεδιασμένο κρεόλ κεφάλι που είχα δει ποτέ. Το σώμα της ήταν καμπυλωτό σφενδάμινο και τόσο λείο που τα δάχτυλά μου γλυστρούσαν με άνεση πάνω της. Όταν δε την χάϊδευα, η φωνή της ακουγόταν τόσο σπαραχτική, σαν να ανεβαίνει από το βαθύτερο πηγάδι της κολάσεως με κουβά πιασμένο σε άντερα βασανισμένων. Ήταν το καλύτερο και το τελευταίο κοντραμπάσο που άγγιξαν ποτέ τα χοντροδάχτυλά μου. Έκτοτε δεν αποχωρίστηκα την Μπέσσυ.
Λένε πως το σώμα της είχε λαξέψει ένας μεθύστακας αράπης πειρατής από την Τορτούγκα, με ένα υπέροχο κομμάτι ξύλου που ξεβράστηκε στις ακτές της. Μάλιστα κάποιοι λένε ότι αυτό το ξύλο ήταν κομμάτι από την πρύμνη του Golden Hind, του περίφημου πλοίου του πειρατή Francis Drake, που είχε βυθιστεί από τον Ισπανικό στόλο εκεί κοντά. Οι χορδές πάλι λέγεται ότι είναι φτιαγμένες από τα άντερα ενός ισπανού στρατιώτη που είχε βιάσει και σκοτώσει την κόρη του αράπη κι αυτός για εκδίκηση τον έσφαξε στο μπαρ "Τρελός Καπετάνιος" του Σαν Χουάν. Εξού και η σπαρακτική φωνή της Μπέσσυ, την οποία βρήκα σε ένα παλιό οργανοπωλείο και αγόρασα πληρώνοντας για αντίκρισμα ένα χρυσό δόντι, που με ένα ξυράφι στο λαιμό και μια τανάλια είχα δανειστεί από έναν εύπορο λευκό έμπορο. "Πάρτο" είπε. "Αυτό το καταραμένο όργανο το μόνο που ξέρει είναι να στριγγλιάζει. Είναι τελείως άχρηστο". Ναι, είπα από μέσα μου. Άχρηστο είναι στα χέρια των αχρήστων.
Στο Mardi Gras του 1903 λοιπόν είχαν μαζευτεί τα εκλεκτά ζευγάρια αυτιών όλου του κόσμου. Στις ατραξιόν του φεστιβάλ ήταν ο πιανίστας Jerry "Lightning" Brawler με το ένα χέρι (το αριστερό), ο τρομπετίστας Clive "The Shot" Ploomdale με το ένα πνευμόνι, ο περίφημος κουφός ντράμερ Solus "O' Bang" Silver και το γυναικείο φωνητικό τρίο Folley and the Monks (που σίγουρα ήταν drag queens και οι τρεις). Εγώ κράδαινα τη Μπέσσυ από το λαιμό και περπατούσα ανάμεσα στους μουσικούς ακούγοντας τις μελωδίες τους. Περπατούσα μέχρι που έφτασα στην πλατεία Ελευθερίας. Εκεί είχε στηθεί το μεγάλο πανηγύρι. Διάλεξα μια καλή γωνιά, έφερα τη Μπέσσυ μπροστά μου και ξεκίνησα να παίζω. Στην αρχή χάϊδευα θελκτικά τους γοφούς της για να την καλοπιάσω και ψιθύριζα λόγια ερωτικά στ' αυτιά της. "Μωρό μου, θέλω σήμερα να μου τα δώσεις όλα. Θέλω να μου δείξεις τι έχεις. Είναι η μεγάλη μας ευκαιρία. Από σήμερα και στο εξής όλοι θα μιλούν για εμάς. Ρέϊ και Μπέσσυ." Ένα κρύο αεράκι πάγωσε τ' αυτιά μου. "Οκ, οκ, μη μου θυμώνεις! Μπέσσυ και Ρέϊ..." είπα και το αεράκι σταμάτησε. Το αριστερό μου χέρι έσφιξε απαλά το λαιμό της και το δεξί κατέβηκε στην κοιλιά της. Όταν ξεκίνησα να χτυπώ τις χορδές της, η Μπέσσυ τραγούδησε όπως δεν είχε τραγουδήσει ποτέ ξανά.
"Εδώ κοιτάτε, ένας κοντραμπασίστας παίζει σόλο!" Σιγά σιγά είχαν μαζευτεί γύρω από εμένα και τη Μπέσσυ κάμια δεκαριά άτομα. Το αργό μελωδικό παίξιμο είχε τραβήξει μερικά ευαίσθητα αυτιά προς το μέρος μου. Οι τεράστιες χορδές τινάσσονταν σαν δεμένα καραβόσχοινα στο μόλο που τα φυσσάει ο άνεμος. Η φωνή της Μπέσσυ σαν γλυκό μεθύσι κυρίευε τους παρευρισκόμενους και τους τύφλωνε. Με κλειστά μάτια συνέχισα να παίζω, χτυπόντας ρυθμικά το πόδι στο ρυθμό που υπαγόρευε η γυναίκα μου. Το σολάρισμα άρχισε να επιταχύνει καθώς τα δάχτυλά μου πλέον χτυπούσαν αλύπητα τη Μπέσσυ, πότε στις χορδές και πότε στο κορμί της. Οι μουσικοί που έπαιζαν κοντά μου σε μια ακτίνα 100 μέτρων είχαν σταματήσει για να με ακούσουν. Όλοι στην πλατεία είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από εμένα και τη Μπέσσυ. Άκουγα επευφημίες και παροτρύνσεις "Μπράβο πιτσιρίκο!" "Συνέχισε έτσι μικρέ!" "Δώστα όλα!" και άλλα τέτοια, που δεν μπορώ να αναφέρω καθώς είναι σεξουαλικής φύσεως. Έχοντας κλείσει τ' αυτιά από τις φωνές γύρω μου συνέχιζα ακάθεκτος να τρίβω και να χαϊδεύω τη Μπέσσυ με πάθος. Και τότε έγινε αυτό που έγινε μύθος και τραγουδιέται ακόμα: Η Μπέσσυ φούντωσε τόσο πολύ, που άρχισε να ξεπηδά από τις τρύπες της ρούμι καθαρό, ρούμι που έρρεε αδιάκοπα στα πρόσωπα και στα στόματα του πλήθους, τόσο ρούμι όσο είχε κατασχέσει στα 1672 ο Αγγλικός στόλος σ' ένα ρισάλτο που έκανε στη Μαργαρίτα. Το μεθυσμένο πλήθος άρχισε να παραληρεί, να φωνάζει και να χορεύει. Ο μύθος του Ρέϊ "Sweet-hands" Μπλάντον και της φιλήδονης Μπέσσυ είχε γεννηθεί.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο μύθος με ξεπερνούσε όπου κι αν πήγαινα. Σε κάθε πόλη που επισκεπτόμουν με περίμεναν πως και πως. Μιλάμε για φοβερή υποδοχή! Θυμάμαι στο Λίτλ Μπιγκ Χορν είχαν σφάξει για την πάρτη μου εκατό μοσχάρια και έγινε το πιο τρελό τσιμπούσι στην ιστορία της τζαζ. Δεκαεφτά άτομα εκείνη την ημέρα έσκασαν μέχρι θανάτου από το πολύ φαΐ. Στο Τσάρλεστον είχαν σκάσει τόσο πολύ από τη ζήλεια τους οι ντόπιοι μουσικοί στο άκουσμα της έλευσής μου, που ναύλωσαν ένα καράβι και έφυγαν για τη Λιβερία. Ποτέ δεν επέστρεψαν στην Αμερική, ούτε κανείς άκουσε τι απέγιναν. Η Μπέσσυ, το θρυλικό κοντραμπάσο που χύνει ρούμι, είχε γίνει τραγούδι στα χείλια όλων των μαύρων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ρούμι κυλά στους εβένινους γοφούς σου
Δωσ’ μας να πιούμε απ’ τους χυμούς σου
Μπέσσυ είσαι καυτή γυναίκα
Οι άντρες στα πόδια σου πέφτουν δέκα δέκα…
Περιττό να πω ότι μέχρι τότε ζούσα ένα παραμύθι. Εγώ, που δεν ήξερα μάνα και πατέρα, γνώριζα στα μάτια των θαυμαστών μου τέτοια αποθέωση που με καθήλωνε. Ντροπαλός καθώς ήμουν, προτιμούσα να μένω μόνος στο δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου αγκαλιά με τη Μπέσσυ και να σιγοτραγουδάω για χάρη της.
Μια μέρα που καθόμουν στο δωμάτιό μου σε ένα ξενοδοχείο του Μπάτον Ρούζ (αν θυμάμαι καλά ήταν το Shades Motel), χτύπησε η πόρτα. Όταν άνοιξα είδα τρεις τύπους. Συστήθηκαν ως δημοσιογράφοι και μου ζήτησαν μια συνέντευξη. Εγώ που δεν ήξερα από τέτοια, δέχτηκα. Ξάπλωσα τη Μπέσσυ στο κρεβάτι (ποτέ δεν της έβαζα κάλυμμα για να μπορώ να την κοιτάζω) και τους ακολούθησα σε ένα μπαράκι δίπλα από το μοτέλ. Κάθισα εγώ στη μια πλευρά του τραπεζιού και οι τρεις τους βολεύτηκαν σε έναν καναπέ απέναντί μου. Βγάλανε τους κονδυλοφόρους και ξεκίνησαν να με ρωτάνε διάφορα πράγματα, που δεν είναι άξια αναφοράς. Τα περισσότερα αφορούσαν στη Μπέσσυ και αφού δεν ήταν παρούσα δίσταζα να τους απαντήσω με ειλικρίνεια. Αντ’ αυτού, έδινα μονολεκτικές ή πολύ σύντομες απαντήσεις. Δεν φάνηκαν ευχαριστημένοι, αλλά από την άλλη με ικανοποιούσε το γεγονός ότι δεν ζητούσαν να μάθουν δικά μου πράγματα. Όταν επιτέλους βαρέθηκαν να προσπαθούν να μου εκμαιεύσουν πληροφορίες για τη Μπέσσυ, τελείωσα το ποτό μου, τους καληνύχτισα και έφυγα για το ξενοδοχείο.
Όταν ακούμπησα το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας πάγωσα. Ήταν ανοιχτή. Την έσπρωξα ελαφρά για να μην ακουστεί ο τσιριχτός ήχος από τους σκουριασμένους μεντεσέδες. Αυτό που είδα με καταρράκωσε. Η Μπέσσυ ήταν γυμνή στην αγκαλιά ενός άλλου άνδρα. Αυτός σήκωσε το κεφάλι του, με αντίκρισε και χαμογέλασε, μάλλον φιλικά. Όμως εγώ σε αυτό το θέαμα λύσσαξα. Αγρίεψα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Χύμηξα πάνω του και με τα πελώρια χέρια μου άρπαξα το λαιμό του. Τον κράτησα μέσα στις παλάμες μου μέχρι που τα μάτια του πετάχτηκαν έξω. Όταν τον άφησα έπεσε με γδούπο στο πάτωμα σαν σακί με πατάτες. Πήρα τη Μπέσσυ στα χέρια μου τρέμοντας και την έψαξα παντού προσεκτικά για να δω αν έχει πληγωθεί. Έβγαλα το μαντήλι από την τσέπη μου και το πέρασα στο κορμί της μερικές φορές με δάκρυα στα μάτια. Ύστερα την πήρα αγκαλιά και φύγαμε μαζί. Ποτέ δεν γύρισα στο Μπάτον Ρουζ. Ούτε έπαιξα ξανά μπροστά σε κοινό. Έχουν περάσει τόσα χρόνια, όμως ο μύθος παραμένει αναλλοίωτος. Το μόνο που έχει προστεθεί σ' αυτόν είναι η λέξη «δολοφόνος».