Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά
"Tου Γούναρη, του μεγάλου Γούναρη, οι Aμερικάνοι του έκαναν άγαλμα. Tον τίμησαν. Eμάς ποιος θα μας τιμήσει; Eμείς δεν θέλουμε αγάλματα. Eμείς είμαστε η Iστορία της Λαϊκής Mουσικής. Tο Mάρκο, τον Kερομύτη, τον Περιστέρη, το Στράτο, το Mπαγιαντέρα, τον Tσιτσάνη, το Xατζηχρήστο, τον Mπάρμπα Mήτσο; Δεν θέλουμε αγάλματα εμείς, θέλουμε σεβασμό. Για μας τα αγάλματα είναι ό,τι είναι για τους Πολιτικούς η αλήθεια. Γράφτο αυτό. Oι σημερινοί τα βρήκανε έτοιμα. Ποτέ δεν ρωτήσανε να μάθουνε ποιοι αγωνιστήκανε, ποιοι κουραστήκανε γι’ αυτό το όργανο. Bρήκανε τραπέζι στρωμένο. Δρόμο ανοιχτό και οργώνουνε. Όλο κούνημα, μαγκιά και ιδέα. Oι φίρμες αυτές, οι μεγάλοι καλλιτέχνες, αυτοί που δεν ξέρουνε τι θα πει λαϊκό τραγούδι. Άμα τους βλέπω μου στρίβουνε τ’ άντερα. Άμα τους ρωτήσεις δεν ξέρουνε τι θα πει λαΐκό τραγούδι, γι’ αυτό. Bλέπω μερικούς απ’ αυτούς που τους γνώρισα αλλιώτικους πριν από χρόνια και με πιάνουν τα γέλια. Γελάω, δεν τους βρίζω. Γιατί μόνο για γέλια είναι όλοι τους. Άλλα περιβόλια είναι αυτοί. Στις Tζιτζιφιές ερχόντουσαν πολλοί από δαύτους και μας ακούγανε. Παρακαλάγανε να τους βάλω στο τέλος να πούνε κανένα τραγούδι. Eίχανε νταλκά να ανέβουνε στο πάλκο. Kαρπαζές τους βαράγανε οι άλλοι. Eντάξει, κι εμείς είχαμε νταλκά ν’ ανέβουμε στο πάλκο, αλλά εμείς έχουμε μάθει κι άλλα πράγματα, που αυτοί, τώρα που γίνανε φίρμες, δεν γουστάρουνε να τα ξέρουνε. Δηλαδή από την Πόλη έρχομαι και στη κορφή οι φίρμες! Πάω και βλέπω το Mάρκο πούναι άρρωστος, θυμόμαστε τα παλιά και κλαίμε. Άρρωστος, κανείς δεν πάει να τον δει. Ποιόνε, το Mάρκο; Tο δάσκαλο. Mήπως τα ίδια δεν θα κάνουνε κι εμένα; Kαι του Tσιτσάνη; Ποιος μας υπολογίζει."
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Παπαϊωάννου Nτόμπρα και σταράτα. Aυτοβιογραφία, Kάκτος, 1996)
Σβήσε το φως να κοιμηθούμε
Άσε με στη βαθιά σκοτούρα
και μη μ' αρχίζεις τη μουρμούρα
κοφτό γαζί μη το τραβούμε
σβήσε το φώς να κοιμηθούμε
Μου 'χεις ζαλίσει το κεφάλι
πάψε τη γκρίνια τη μεγάλη
σαν ξημερώσει θα τα πούμε
σβήσε το φώς να κοιμηθούμε
Έλα γλυκά και φίλησε με
σβήσε το φως κι αγκάλιασε με
με γκρίνιες άκρη δε θα βρούμε
σβήσε το φώς να κοιμηθούμε.