Ποίημα για την Αλήθεια
Στους λόφους απάνω σκίζεται ο άνεμος
της ερήμου λαλιά πανάρχαια γλώσσα
ξεσηκώνεται η άμμος σφιχτή γροθιά
χτυπά τους διαβάτες με χέρι ανίκητο
μα όταν σφραγίσει τη σιωπή του ο άνεμος
η άμμος κρέμεται για λίγο στον αέρα
ύστερα σωριάζεται σαν άδειο κορμί
το πέρασμα του κόσμου να υπομένει ακίνητη.
Δυο ρωμαλέα χέρια βαστάνε γερά το τιμόνι
μια φελούκα που σέρνουν οι καιροί πάνω στην κόψη
το ‘να τραβά στην ύπαρξη τ’ άλλο στην ανυπαρξία
ο άνθρωπος πάντα ταξιδεύει
είτε με τον αέρα στα πανιά του ή χωρίς αέρα.