Το μικρό σπίτι στον κάμπο
Κατηφορίζω το μικρό χωμάτινο δρομάκι που οδηγεί κάτω στον Άγιο Νικόλα, το μικρό εκκλησάκι που χτίστηκε σχεδόν 200 χρόνια πριν, πάνω στο κύμα του Μεσσηνιακού κόλπου. Ένας καπετάνιος το 'χε θεμελιώσει, για να είναι το τελευταίο πράγμα που θα βλέπει πριν βγει στ' ανοιχτά και το πρώτο καθώς επιστρέφει. Για το γούρι και την προστασία του αγίου το 'βαλε πάνω στους βράχους που χωρίζουν τη θάλασσα από το χώμα, να στέκει ακίνητος φρουρός των ναυτικών και των ψαράδων.
Δίπλα από το εκκλησάκι ο πρώτος εφήμερος είχε χτίσει μια καλύβα, όπου είχε μεταφέρει όλο το βιός του για να 'ναι κοντά στον άγιο και να τον φροντίζει. Η καλύβα πέρασε στον επόμενο και στον μεθεπόμενο, μέχρι που σταμάτησαν οι λειτουργίες, κατέβηκαν τα λάβαρα, σταμάτησε η καμπάνα και ερήμωσε η καλύβα.
Ελιές και άγρια βλάστηση ζώνουν το τοπίο, θαρρεί κανείς πως το στριμώχνουν ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα. Το γκριζοπράσινο του βουνού, το καφεπράσινο του κάμπου και το πρασινογαλάζιο της θάλασσας, όλα πράσινα, χάνονται το ένα μέσ' στο άλλο και ξαναγεννιούνται. Στην άκρη αυτού του καμβά ρεμβάζουν ακροβατώντας πότε στη θάλασσα και πότε στον κάμπο η ολόλευκη εκκλησία και η καλύβα δίπλα της.
Είχα χρόνια να κατέβω εκεί κάτω. Το μονοπάτι είχε στενέψει από τα βάτα, σαν να έπλεκε μονάχο του μια παγίδα για τους επισκέπτες, τους τουρίστες, τους περαστικούς που θα κατέβουν εκεί κάτω για να κολυμπήσουν και να αφήσουν την απουσία τους. Το μονοπάτι τους εμποδίζει όσους δεν ξέρουν τι καλό υπάρχει εκεί κάτω. Εγώ όμως ξέρω και προχωρώ.
Καθώς φτάνω κάτω, βλέπω κάτι που δεν είχα δει ποτέ, παρά μόνο είχα ακούσει από τον πατέρα μου κι αυτός από τον παππού μου. Έναν άνθρωπο.
Η πόρτα της εκκλησίας ήταν ανοιχτή, θαρρεί κανείς έτοιμη να υποδεχτεί πιστούς. Το λάβαρο ήταν ψηλά και τα κεριά αναμένα. Δίπλα, στην καλύβα, ο άνθρωπος καρφώνει μια σανίδα στον τοίχο. Κάποια τρύπα κλείνει.
Τελευταία φορά που είχα κατέβει, είχα αντικρίσει ερείπια. Τώρα βλέπω ζωή. Ένας ψιλόλιγνος άντρας με αραιά πυρόχρωμα μαλλιά γύρω στα 70, έσταζε κάτω από τον ήλιο και ο ιδρώτας του είχε μουσκέψει το κεφάλι, το στήθος και τα μπράτσα του που γυάλιζαν. Τον πλησίασα. "Καλημέρα πατριώτη!" είπα. Γύρισε σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του. "Καλημέρα!" απάντησε με σπαστά ελληνικά. "Ξένος είναι" σκέφτηκα. "Πως δουλεύεις με τέτοια ζέστη;" ρώτησα, θεωρώντας ότι είναι εργάτης της κοινότητας ή κάτι τέτοιο, που συντηρεί τα κτίσματα. "Θέλει δουλειά για να γίνει σπίτι" απάντησε σχεδόν αναστενάζοντας. Περίεργα λόγια... σπίτι για ποιόν; Ή μήπως μίλησε τόσο ασύντακτα που κατάλαβα διαφορετικά;
Ο Γκερντ είναι Γερμανός, πρώην πολιτικός μηχανικός νυν συνταξιούχος. Η καλύβα του ανήκει καθώς την αγόρασε από την κοινότητα. Πολλές φορές είχε επισκεπτεί την Ελλάδα και όνειρό του ήταν να αγοράσει ένα σπιτάκι και να περάσει σ' αυτό το υπόλοιπο της ζωής του, μακριά από τον πολιτισμό όπως τον είχε συνηθίσει, μακριά και από τις παλιές του συνήθειες, μακριά απ' όλα όσα τον χαρακτήριζαν. Όνειρό του ήταν ή νέα αρχή σε μια νέα πατρίδα, για να βρει τον αληθινό Γκερντ.
Κουβεντιάσαμε για πολύ ώρα. Μου αφηγήθηκε πως άφησε την παλιά ζωή του όταν πέθανε η γυναίκα του. Πως αποχαιρέτησε τα δυο παιδιά του. Πως έκλεισε πίσω το κεφάλαιο της παλιάς ζωής του. Στη νέα του ζωή έχει γίνει αγρότης, για να παράγει την τροφή του. Έχει γίνει ψαράς με παρέα το ηλιοβασίλεμα. Έχει γίνει ποιητής μιλώντας στον άνεμο και μουσικός ακούγοντας το κύμα. Ο ήλιος είναι ο καλύτερος γείτονάς του και η πρώτη του καλημέρα. Το φεγγάρι είναι η μορφή της γυναίκας του και των παιδιών του. Έχει ένα laptop στην καλύβα. Μοναδική ένδειξη πολιτισμού. Αλλά δεν το χρησιμοποιεί εδώ και μήνες. Ό,τι είχε να πει, το έχει ήδη πει και ό,τι ήταν να ακούσει το άκουσε.
Έπεσε ο ήλιος και τον αποχαιρέτησα. Με ευχαρίστησε για την παρέα κι εγώ τον ευχαρίστησα για το μάθημα ζωής. Έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω. Ο Γκερντ χτύπησε ελαφρά την καμπάνα. Ή μήπως ήταν ο άνεμος; Σταμάτησε ο χρόνος στην ακροθαλασσιά... Θα ξαναέρθω του χρόνου τέτοια εποχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου