Βότσαλα χρωματιστά από γυαλί
Φαντάσου μια θάλασσα πορφυρή με μια λαμπρή λευκή φωτιά να καίει στο χάσμα ανάμεσα σε αυτή και έναν πράσινο ουρανό.
Φαντάσου πάνω στη γκρίζα αμμουδιά της μικρά και μεγάλα πολύχρωμα βότσαλα από γυαλί, να χαϊδεύονται στο κύμα.
Φαντάσου τώρα ότι σηκώνεις ένα από τα βότσαλα. Διάλεξε όποιο θες. Αν κοιτάξεις μέσα στο βότσαλο αυτό θα δεις το φως να διαθλάται. Κοίτα πιο καλά. Άφησε το φως να σε οδηγήσει στο κέντρο της πέτρας.
Φαντάσου εκεί στον πυρήνα της πέτρας μια μικροσκοπική πόρτα. Άνοιξέ τη, μη φοβηθείς. Τώρα φαντάσου πως το μάτι σου ταξιδεύει σε μια γεωμετρική άβυσσο από κόκκινους κύκλους, λευκές γραμμές, πράσινα τρίγωνα, γαλάζιους ρόμβους και κίτρινα τετράγωνα. Αν μπορείς να αφουγκραστείς τον ήχο αυτού του χάους ίσως ακούσεις την ηχώ της ύπαρξής σου. Ανέβα πάνω σε μια λευκή γραμμή. Περπάτα μέχρι να κουραστείς. Όταν έχεις κουραστεί και τα γόνατά σου δεν σε αντέχουν, πήδα στο κενό με τα μάτια κλειστά. Μη φοβάσαι.
Φαντάσου το ελικοειδές ταξίδι προς τα κάτω. Δεν μπορείς να ορίσεις την πορεία του. Θαρρείς πως είσαι κλεισμένος σε έναν αόρατο λαβύρινθο από φως μέσα στο σκοτάδι. Άνοιξε τα μάτια σου. Είσαι πάνω σε ένα ατελείωτο φίδι που ταξιδεύει στο απόλυτο σκοτάδι. Πάνω στις χρυσές φολίδες του βλέπεις παραστάσεις από την ζωή σου. Άγγιξέ τες.
Φαντάσου ότι το φίδι τρύπωσε κάπου σε μια τρύπα μέσα στην άβυσσο. Φαντάσου τώρα ότι γύρω σου υπάρχει υγρασία και κρύο χώμα που καθώς το διαπερνάς γρατζουνάει το δέρμα σου. Εσύ είσαι το φίδι. Ξαφνικά νιώθεις νύχια να χώνονται στο κορμί σου και να πετάς ψηλά. Μόλις έγινες το θήραμα ενός αετού, ο οποίος σε έχει σηκώσει ψηλά πάνω από τα βουνά και τις θάλασσες.
Φαντάσου όμως τώρα ότι αυτή η παράσταση είναι αποτυπωμένη σε μια φωτογραφία σε ένα παιδικό βιβλίο κι εσύ είσαι το παιδί που το διαβάζει. Με ένα γλυκό χαμόγελο σηκώνεσαι από το παιδικό σου κάθισμα και αφήνεις το βιβλίο κάτω. Βγαίνεις από το δωμάτιό σου και κατεβαίνεις τις σκάλες για να αγκαλιάσεις τη μητέρα σου που σε περιμένει. Χώνεις το κεφάλι σου στην κοιλιά της και απολαμβάνεις τη ζεστασιά. Όταν σηκώσεις το βλέμμα προς τα πάνω για να δεις τα μάτια της, φαντάσου την λέξη "τώρα". Είναι η τελευταία λέξη από το σενάριο της ταινίας "Τα Φώτα της Πόλης". Η ταινία τελείωσε, όλοι έφυγαν κι εσύ είσαι μέσα σε μια έρημη πόλη. Το τελευταίο καρέ καίγεται μαζί με σένα μέσα του. Μη φοβάσαι.
Φαντάσου ότι είσαι καπνός που βγαίνει από την πίπα ενός ναυτικού. Γαντζώσου από τα κιτρινισμένα μουστάκια του και γλίστρα μέσα στα χείλια του. Στο στομάχι του θα βρεις ένα σεντούκι. Άνοιξέ το. Βλέπεις τα πετράδια και τα χρυσά νομίσματα; Διάλεξε ένα από τα νομίσματα. Θα δεις αποτυπωμένη την προτομή σου.
Φαντάσου τότε την προτομή σου να μιλάει και να σου λέει "κοίταξε πίσω σου". Θα δεις μια μικρή πόρτα στην άκρη της κοιλιάς του ναυτικού. Πάνω στην ξύλινη πόρτα είναι καρφωμένο ένα χαρτί που γράφει κάτι με μικροσκοπικά γράμματα. Προσπάθησε να τα διαβάσεις. Πιο κοντά. Κι άλλο. Όσο πλησιάζεις τόσο μικραίνουν τα γράμματα. Τι είναι αυτό που μικραίνει όσο το πλησιάζεις; Ο φόβος. Φώναξε τώρα με όλη τη δύναμη της ψυχής σου "δεν φοβάμαι τίποτα πια". Φαντάσου τότε την ψυχή σου να βγαίνει από μέσα σου και να πέφτει.
Είσαι ένα βότσαλο ανάμεσα σε άλλα βότσαλα σε μια ακροθαλασσιά που το πορφυρό κύμα σε χαϊδεύει, ο λευκός ήλιος σε χρωματίζει και ο πράσινος ουρανός σε ταξιδεύει μέσα στην ίδια την αβυσσαλέα ψυχή σου.
Είμαστε βότσαλα από γυαλί που μέσα στην εύθραυστη ύπαρξή μας καθρεφτίζεται το άπειρο.
Είμαστε βότσαλα σε μια αμμουδιά που τα χιλιάδες χρώματα και σχήματα μας κάνουν διαφορετικούς και όλα μαζί ένα σώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου