Αθώα ψέμματα και ένοχα μυστικά
Έφυγε ξαφνικά και τον άφησε χ μέσα στην κρύα νύχτα. Αυτός τα σημάδια τα 'χε δει από καιρό. Απλά δεν έδινε πολύ βάση. Είχε βολευτεί στην όλη κατάσταση με το γκομενάκι, αφού και ωραίο παιδί είναι και τη γλώσσα την είχε μάθει καλά από τους παππούδες του στη Σαλονίκη. Έτσι όπως του τα ' η τύχη, κατάλαβε ότι ούτε η Μαρία δεν τον θέλει στην Ελλάδα... Αλλά ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή.
Ο Μάριος είναι 32 ετών, οικονομικός μετανάστης από τη α. Ήρθε στην Ελλάδα πριν από 4 μήνες. 'Ακουσε τον παππού του που του 'λεγε "παιδί μου, εδώ στη Φιλιππούπολη δεν την πα με τίποτα. Πήγαινε στην Ελλάδα να δουλέψεις". Ο παππούς του ο Ilija ήταν γέννημα θρέμα Σαλονικιός που ξεριζώθηκε μετά τους Βαλκανικούς και το 'χε καημό να δει το εγγόνι του σε φωτογραφία κάτω από το Λευκό πύργο. Έπιασε δουλειά αμέσως σε ένα τεχνικό γραφείο. Στην αρχή έκανε δουές του ποδαριού. Γρήγορα όμως το ακό του έδωσε περισσότερες αρμοδιότητες, αφού ήταν σπουδαγμένος τοπογράφος με μεράκι και όρεξη. Σε μια δουλειά γνώρισε τη , βαφτισμένη Βερονίκη Σπανοβαγγελοδημητροπούλου, επαναπατρισμένη κόρη διπλωματικού εκπροσώπου από το Χονγκ Κονγκ που εργαζόταν ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων σε κατασκευαστική εταιρεία. Καβαλημένο καλάμι δηλαδή, μεγαλοπιασμένη γκόμενα με τα γαλλικά, το πιάνο και δέκα δεξιώσεις το μήνα. Το "Σπανοβαγγελοδημητρόπουλος" πήγε περίπατο στο Χονγκ Κονγκ χάρη ευφωνίας κι έγινε Wang για να μην προκληθεί διπλωματικό επεισόδιο από τα γέλια που μοιραία επακολουθούν κάθε απόπειρα Χονγκκονγκέζου να το προφέρει.
Βέρα την ήξερε, Μάριο τον ήξερε και κουβέντα δεν είχε γίνει για τις σκούφιες τους. Μια μέρα όμως που περπατούσαν χέρι χέρι στην Αριστοτέλους τον είδε ένας παλιός συμφοιτητής του από τη σχολή. Φυσικά του μίλησε στα βουλγάρικα και ακολούθησε ένας ολιγόλεπτος διάλογος. Ήταν ισμένος στο ελληνοβουλγαρικό εμπορικό επιμελητήριο και ζούσε με τη γυναίκα του στη Σαλονίκη 2 χρόνια. Αλλάξανε και τηλέφωνα. Μέσα στη φούρια του είχε ξεχάσει να συστήσει τη Βέρα. "Μάριε" του είπε" ο παλιός του φίλος, "που πήγε η κοπέλα που ήταν μαζί σου; Δεν θα μας τη συστήσεις;" "Βεβαίως" είπε ο Μάριος, αλλά όταν γύρισε δίπλα του να τη βρει αυτή είχε ήδη φύγει. Αβάντι πό, παντιέρα ρόσα και ο Μάριος, Mario, έγινε κατακόκκινος σαν το ένδοξο κομμουνιστικό παρελθόν της Βουλγαρίας του Παπάζωφ και άρχισε να παιανίζει στρατιωτικά ενθυμούμενος τις μέρες του στην Κομσομόλ. σε τη μηχανή του και έφυγε με μεγάλη ταχύτητα προς το σπίτι της στην Καλαμαριά.
Επιχείρησε να την καλέσει στο κινητό της αλλά το είχε κλειστό. Πήγε στο σπίτι της και δεν απαντούσε στα κουδουνίσματα. Περίμενε μέχρι αργά αλλά αυτή δεν φάνηκε. Είχε πιάσει κρύο. Έφυγε με την ουρά στα σκέλια και με ένα ερωτηματικό. Μερικές μέρες αργότερα έλαβε μια επιστολή χωρίς αποστολέα στο γραφείο του. Από αυτή ήταν. "Είσαι ψεύτης και Βούλγαρος. V." έγραφε λακωνικά. Ο Μάριος δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Όπως δεν κατάλαβε ποτέ το λόγο που η Βέρα επέμενε να φοράει μόνο ρούχα ρεκλαμέ με μικρό εύηχο όνομα.
Αυτή είχε υποψίες ότι ο καλός της δεν ήταν Έλληνας. Κάτι στην προφορά του την χάλαγε. Δεν μπορούσε να πάρει πληροφορίες από το γραφείο του ενώ δεν ήξερε κανένα γνωστό του να ρωτήσει. Η συνάντηση με το Βούλγαρο ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Και ψεύτης και Βούλγαρος λοιπόν...
Ο Μάριος έριξε μια τελευταία ματιά στη φωτογραφία, την έβαλε στο φάκελο και την έριξε στο ταχυδρομικό κουτί. Από την ώρα που μπήκε στο τρένο δεν ξαναπάτησε το πόδι του στη Σαλονίκη, ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε στη Βουλγαρία. Τουλάχιστον ο παππούς του θα τον δει να στέκεται κάτω από το Λευκό πύργο και θα τον καμαρώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου